κονιάκ

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

το
οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται με απόσταξη εκλεκτών κρασιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως < γαλλ. cognac < ονομ. της πόλης Cognac, όπου το ποτό αυτό παρασκευάστηκε για πρώτη φορά].