μελάτος

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
μέλι
1. πυκνόρρευστος, παχύρρευστος, ημίπηκτος σαν το μέλι
2. παρασκευασμένος ή περιχυμένος με μέλι («λουκουμάδες μελάτοι»)
3. συνεκδ. γλυκός σαν το μέλι
4. φρ. «αβγό μελάτο» — αβγό το οποίο δεν έχει βράσει πολύ και ο κρόκος του είναι ημίπηκτος.