κοραίος

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source

Greek Monolingual

κοραῖος, -αία, -ον (Α) κόρη
πάπ. αυτός που ανήκει σε κόρη («ἠλακάτης δὲ κοραίης», πάπ.).