ὁ, Dim. of κόραξ, Glossaria.
κορᾰκίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κόραξ, Γλωσσ.
κορακίσκος, ὁ (Α)υποκορ. του κόραξ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μοχλ-ίσκος, στυλ-ίσκος)].
ὁ, s. κοράκιον.