κορακίσκος

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κόραξ, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

κορᾰκίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κόραξ, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κορακίσκος, ὁ (Α)
υποκορ. του κόραξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μοχλ-ίσκος, στυλ-ίσκος)].

German (Pape)

ὁ, s. κοράκιον.