Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κορακησία
English (LSJ)
ἡ, name of a herb, Pythag. ap. Plin.HN24.156.
Greek Monolingual
κορακησία, ἡ (Α) ονομασία πόας. [ΕΤΥΜΟΛ.<κόραξ, -κος+ κατάλ. -ήσιος (θ. -ησία), πρβλ. ιτήσιος, ημερήσιος. Με το ουδ. -ήσιον της ίδιας κατάλ. σχηματίστηκε η λ. κορακ-ήσιον].