κορακούδι

Greek Monolingual

κορακούδι, τὸ (Μ)
μικρός κόρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + υποκορ. κατάλ. -ούδι (πρβλ. αγγελούδι, μαθητούδι)].