κορακόπουλο
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
το
κόρακας μικρός στην ηλικία, μικρό κοράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + -πουλο (< λατ. pullus), πρβλ. κοτόπουλο, πριγκιπόπουλο].