Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορδελιάζω

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

κορδέλα
1. ράβω στην άκρη υφάσματος ή δέρματος κορδέλα, ρελιάζω
2. γαζώνω υποδήματα, ράβω υποδήματα με τη μηχανή.