δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
κορδέλα
1. ράβω στην άκρη υφάσματος ή δέρματος κορδέλα, ρελιάζω
2. γαζώνω υποδήματα, ράβω υποδήματα με τη μηχανή.