κορσοειδής

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορσοειδής Medium diacritics: κορσοειδής Low diacritics: κορσοειδής Capitals: ΚΟΡΣΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: korsoeidḗs Transliteration B: korsoeidēs Transliteration C: korsoeidis Beta Code: korsoeidh/s

English (LSJ)

λίθος, ὁ, a stone of greyish colour (κόρση I. 3), Plin. HN 37.153.

Greek Monolingual

κορσοειδής, -ές (Α)
φρ. «κορσοειδής λίθος» — πολύτιμος λίθος με φαιό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρση με σημ. «κόμη τών κροτάφων» + -ειδής (< εἶδος). Η ονομ. της πέτρας λόγω του συχνά φαιού χρώματος της κόμης τών κροτάφων].