κορφόφυλλο

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source

Greek Monolingual

το
το φύλλο που βρίσκεται στην κορυφή φυτού και ιδίως του καπνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορφή + φύλλο].