Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κουδούνα

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

Greek Monolingual

η
μεγάλο κουδούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουδούνι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κασόνα, κεφάλα)].