ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
και κουλλαίνω κουλός1. κάνω κάποιον κουλό, ανάπηρο στα χέρια («κουλάθηκε στον πόλεμο»)2. χτυπώ το χέρι κάποιου και τον κάνω να παραλύσει από τον πόνο («του έριξε το βιβλίο πάνω στο χέρι και τον κούλανε»).