κουλαίνω

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

και κουλλαίνω κουλός
1. κάνω κάποιον κουλό, ανάπηρο στα χέρια («κουλάθηκε στον πόλεμο»)
2. χτυπώ το χέρι κάποιου και τον κάνω να παραλύσει από τον πόνο («του έριξε το βιβλίο πάνω στο χέρι και τον κούλανε»).