κουμάντο

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

το
1. αρχηγία, διεύθυνση, διοίκηση, κυβέρνηση
2. διευθέτηση, τακτοποίηση («το κάθε πράγμα θέλει το κουμάντο του»)
3. στον πληθ. τα κουμάντο
τα οικιακά σκεύη
4. φρ. α) «κάνω το κουμάντο μου» — συγκεντρώνω τα απαραίτητα εφόδια, εφοδιάζομαι
β) «δεν θέλω να μού κάνεις κουμάντο» — δεν δέχομαι έλεγχο, δεν θέλω οδηγίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. comando].