κουνελάκι

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

το
1. μικρό κουνέλι
2. κοπέλα κέντρου διασκεδάσεως με ελαφρό ένδυμα που αφήνει ημίγυμνο το σώμα.