Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
το1. εξορία, ξενιτιά2. φρ. «βγαίνω στο κουρμπέτι» — βγαίνω στη ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gurbet / kurbet].