κουρμπέτι

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

το
1. εξορία, ξενιτιά
2. φρ. «βγαίνω στο κουρμπέτι» — βγαίνω στη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gurbet / kurbet].