κουτσοκεφαλιάζω

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source

Greek Monolingual

και κουτσοκεφαλίζω (Μ κουτσοκεφαλίζω) κουτσοκέφαλος
κόβω το κεφάλι κάποιου, αποκεφαλίζω.