κουτσοπόδης

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361

Greek Monolingual

-α, -ικο
κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο- + -πόδης (< πόδι), πρβλ. κοντοπόδης, μακροπόδης].