κουφαίνω

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

κουφαίνω) κουφός
κάνω κάποιον κουφό
νεοελλ.
1. (αμτβ.) είμαι λίγο κουφός, βαριακούω
2. φρ. «μάς κούφανες» — είπες κάτι παράδοξο και προκάλεσες μεγάλη εντύπωση.