κουφόπτερος
English (LSJ)
κουφόπτερον, light-winged, αὖραι Orph.H.81.6.
Greek (Liddell-Scott)
κουφόπτερος: -ον, ἔχων ἐλαφρὰς πτέρυγας, αὖραι Ὀρφ. Ὕμν. 80. 6.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κουφόπτερος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που διαδίδεται γρήγορα
αρχ.
αυτός που έχει ανάλαφρα φτερά, που πνέει ελαφρά («κουφόπτεροι αὖραι», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (II) + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λευκόπτερος, χρυσόπτερος].