λευκόπτερος
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
λευκόπτερον, white-winged, of a ship, E.Hipp.752 (lyr.): generally, white, νιφάς A.Pr.993; Ἁμέρα E. Tr.848 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 34] mit weißen Fittigen; ἁμέρα Eur. Tr. 848; Κρησία πορθμίς Hipp. 752; auch νιφάς, Aesch. Prom. 995.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux ailes ou aux voiles blanches.
Étymologie: λευκός, πτερόν.
Russian (Dvoretsky)
λευκόπτερος: белокрылый (νιφάς Aesch.; ἡμέρα, πορθμίς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λευκόπτερος: -ον, ἔχων λευκὰς πτέρυγας, ἐπὶ πλοίου, Εὐρ. Ἱππ. 752· - καθόλου, λευκός, νιφὰς Αἰσχύλ. Πρ. 993· ἡμέρα Εὐρ. Τρῳ. 848.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λευκόπτερος, -ον)
(για πλοίο) αυτός που έχει λευκές πτέρυγες (α. «λευκόπτερα δώδεκα πλοία δεμένα σαλεύουν εκεί», Ζαλοκ.
β. «ὦ λευκόπτερε Κρησία πορθμίς», Ευρ.)
αρχ.
1. (γενικά) λευκός, άσπρος («λευκοπτέρῳ δὲ νιφάδι», Αισχύλ.)
2. περιχαρής («λευκόπτερος ἡμέρα», Ευρ.).
Greek Monotonic
λευκόπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει λευκές πτέρυγες, λέγεται για πλοίο, σε Ευρ.· γενικά, λευκός, λαμπρός, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
λευκό-πτερος, ον πτερόν
white-winged, of a ship, Eur.:—generally, white, Aesch., Eur.