λευκόπτερος

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόπτερος Medium diacritics: λευκόπτερος Low diacritics: λευκόπτερος Capitals: ΛΕΥΚΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: leukópteros Transliteration B: leukopteros Transliteration C: lefkopteros Beta Code: leuko/pteros

English (LSJ)

λευκόπτερον, white-winged, of a ship, E.Hipp.752 (lyr.): generally, white, νιφάς A.Pr.993; Ἁμέρα E. Tr.848 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 34] mit weißen Fittigen; ἁμέρα Eur. Tr. 848; Κρησία πορθμίς Hipp. 752; auch νιφάς, Aesch. Prom. 995.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes ou aux voiles blanches.
Étymologie: λευκός, πτερόν.

Russian (Dvoretsky)

λευκόπτερος: белокрылый (νιφάς Aesch.; ἡμέρα, πορθμίς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκόπτερος: -ον, ἔχων λευκὰς πτέρυγας, ἐπὶ πλοίου, Εὐρ. Ἱππ. 752· - καθόλου, λευκός, νιφὰς Αἰσχύλ. Πρ. 993· ἡμέρα Εὐρ. Τρῳ. 848.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λευκόπτερος, -ον)
(για πλοίο) αυτός που έχει λευκές πτέρυγες (α. «λευκόπτερα δώδεκα πλοία δεμένα σαλεύουν εκεί», Ζαλοκ.
β. «ὦ λευκόπτερε Κρησία πορθμίς», Ευρ.)
αρχ.
1. (γενικά) λευκός, άσπρος («λευκοπτέρῳ δὲ νιφάδι», Αισχύλ.)
2. περιχαρήςλευκόπτερος ἡμέρα», Ευρ.).

Greek Monotonic

λευκόπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει λευκές πτέρυγες, λέγεται για πλοίο, σε Ευρ.· γενικά, λευκός, λαμπρός, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

λευκό-πτερος, ον πτερόν
white-winged, of a ship, Eur.:—generally, white, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

whitewinged

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)