κούρμι

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443

Greek Monolingual

κοῦρμι, τὸ (Α)
είδος ποτού, ζύθου που παρασκευαζόταν στην Αίγυπτο από κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κόρμα].