κόρμα

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρμα Medium diacritics: κόρμα Low diacritics: κόρμα Capitals: ΚΟΡΜΑ
Transliteration A: kórma Transliteration B: korma Transliteration C: korma Beta Code: ko/rma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A = κοῦρμι, Posidon.15 J.
II v. κορβᾶ.

German (Pape)

[Seite 1487] τό, = κοῦρμι, Ath. IV, 152 c.

Greek (Liddell-Scott)

κόρμα: τό, = κοῦρμι, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

κόρμα, τὸ (Α)
το κούρμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., γαλατ. μάλλον προελεύσεως].