κρέμαση

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

η (AM κρέμασις) κρεμάννυμι
κρέμασμα, ανάρτηση
νεοελλ.
1. κατηφορικός τόπος απ' όπου πέφτει νερό με ορμή
2. ναυτ. το ύψος τών ιστίων.