ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
η (AM κρέμασις) κρεμάννυμικρέμασμα, ανάρτησηνεοελλ.1. κατηφορικός τόπος απ' όπου πέφτει νερό με ορμή2. ναυτ. το ύψος τών ιστίων.