κρασοτάσι

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

το
το κύπελλο του κρασιού, το κρασοπότηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + τάσι «κύπελλο»].