τάσι

From LSJ

οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. μεταλλικό πλατύστομο κύπελλο με το οποίο πίνεται νερό ή άλλο ποτό («η μια κερνάει με το γυαλί... κι η τρίτη η καλύτερη μ' ένα ασημένιο τάσι», δημ. τραγούδι)
2. ο μεταλικός δίσκος ζυγαριάς
3. σταχτοδοχείο
4. τεχνολ. μεταλλικό διακοσμητικό σκεύος που καλύπτει τα μπουλόνια τα οποία στερεώνουν τον τροχό αυτοκινήτου
5. (στο παρελθόν) αβαθές δοχείο, χρήσιμο κατά το λούσιμο
6. στον πληθ. τα τάσια
καθένας από τους ορειχάλκινους δίσκους του κυμβάλου μιας ορχήστρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. tas].