κρατηροειδής

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που έχει σχήμα κρατήρα, αυτός που είναι όμοιος με τα αγγεία μέσα στα οποία ανακάτευαν το κρασί με νερό
2. όμοιος με κρατήρα ηφαιστείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρατήρας + -ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Γ. Χ. Παπαγεωργίου].