κρεβατίνα

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

η
1. ξύλινη ή μεταλλική σχάρα πάνω στην οποία απλώνεται η κληματαριά
2. η κληματαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεβ(β)άτι + κατάλ. -ίνα (πρβλ. κασετίνα, σοκολατίνα)].