κρεοσαπείς

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Russian (Dvoretsky)

κρεοσαπείς: εῖσα, έν испорченный, как гнилое мясо (Plut. - v. l. κατασαπείς).