κρικόομαι

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῐκόομαι Medium diacritics: κρικόομαι Low diacritics: κρικόομαι Capitals: ΚΡΙΚΟΟΜΑΙ
Transliteration A: krikóomai Transliteration B: krikoomai Transliteration C: krikoomai Beta Code: kriko/omai

English (LSJ)

Pass., to be secured by a ring, κεκρίκωνται τὸ χεῖλος χαλκῷ κρίκῳ they have a brass ring through the lip, Str.17.2.3; to be infibulated, Heliod. ap. Orib.50.11.1.

Greek (Liddell-Scott)

κρῐκόομαι: Παθ., ἀσφαλίζομαι διὰ κρίκου, διὰ κύκλου, κεκρίκωνται τὸ χεῖλος χαλκῷ, ἔχουσι χαλκοῦν κρίκον διὰ τοῦ χείλους, «ὁπλίζουσι δὲ τὰς γυναῖκας, ὧν αἱ πλείους κεκρίκωνται τὸ χεῖλος τοῦ στόματος χαλκῷ» Στράβ. 822, πρβλ. Ὀρειβ. 189 Maii.