κρισιμότητα

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

Greek Monolingual

η
1. το να βρίσκεται κάποιος ή το να είναι κάτι σε κρίσιμη κατάσταση («η κρισιμότητα της σχέσης τους έχει γίνει απ' όλους αντιληπτή»)
2. η σοβαρότητα ενός πράγματος ή ενός γεγονότος («η κρισιμότητα τών προσεχών εκλογών είναι αναμφισβήτητη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίσιμος. Η λ., στον λόγιο τ. κρισιμότης, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].