σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
κρονοδαίμων, -όνος, ό (Α)ανόητος γέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος γέρος» + δαίμων.