ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
κρουσόλυρος, -ον (Μ)αυτός που παίζεται με λύρα («κρουσόλυρον ᾆσμα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κρούω + λύρα.