κρουσόλυρος

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

κρουσόλυρος, -ον (Μ)
αυτός που παίζεται με λύρα («κρουσόλυρον ᾆσμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρούω + λύρα.