κρυβή

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source

Greek Monolingual

(I)
κρυβή, ἡ (Α)
στον πληθ. αἱ κρυβαί
η απόκρυψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ-, άλλη μορφή του θ. κρυπτ- του κρύπτω, αναλογικά προς το επίρρ. κρύβδην].
(II)
κρυβῇ (Α)
επίρρ. βλ. κρύβδην.