κρυμμός

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

κρυμμός, ὁ (Μ)
κρύψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ- του κρύβω + κατάλ. -μος (πρβλ. συγκαλυμμός, συντριμμός), με αφομοίωση του -β- προς το -μ-].