κρυμμός
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
Greek Monolingual
κρυμμός, ὁ (Μ)
κρύψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ- του κρύβω + κατάλ. -μος (πρβλ. συγκαλυμμός, συντριμμός), με αφομοίωση του -β- προς το -μ-].