κρυπτογραφικός

Greek Monolingual

-ή, -ό σχετικός με την κρυπτογραφία ή αναφερόμενος σε αυτήν («κρυπτογραφικός κώδικας»).
επίρρ...
κρυπτογραφικώς και -ά- με κρυπτογραφικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. κρυπτογράφος. Η λέξη μαρτυρείται από το 1878 στον Τ. Βρατσάνο].