κρυπτογράφος

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που ασχολείται με την κρυπτογράφηση και αποκρυπτογράφηση μηνυμάτων
2. είδος γραφομηχανής με την οποία κρυπτογραφείται ένα κείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτ- (< κρύπτω) + γράφος (< γράφω), πρβλ. καθαρογράφος, ορθογράφος.