κρυσταλλώνας

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek Monolingual

ο
μεγάλη έκταση πάγου στις κοιλάδες υψηλών ορέων, παγετώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλο + περιληπτική κατάλ. -ών(ας), πρβλ. αμπελώνας, στρατώνας. Η λ., στον λόγιο τ. κρυσταλλών, μαρτυρείται από το 1845 στον Κωνστ. Κουμανούδη].