κρύωμα

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source

Greek Monolingual

το (Μ κρύωμα) κρυώνω
η αίσθηση του ψύχους, ψύχος, κρύο
νεοελλ.
κρυολόγημα.