κυβόμετρο

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source

Greek Monolingual

το
το κυβικό μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + μέτρο (πρβλ. ανεμόμετρο, θερμόμετρο)].