κυδόσκοπος

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213

German (Pape)

[Seite 1525] ὥρη, die Ruhm verheißende, Man. 4, 35.

Greek Monolingual

κυδόσκοπος, -ον (Α)
αυτός που προαναγγέλλει δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. κατά-σκοπος].