κυλίνδρι

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

Greek Monolingual

και κυλίνδριν, το (Α κυλίνδριον)
νεοελλ.
ειδικός κύλινδρος που χρησιμοποιείται για ισοπέδωση εδάφους και για πίεση επιστρώσεώς του
αρχ.
μικρός κύλινδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + κατάλ. -ι(ο)(ν)].