κυλιστήριον
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
τό, = κυλίστρα, Glossaria.
Greek Monolingual
το (Α κυλιστήριον) κυλίνδω
το μέρος όπου κυλιούνται τα ζώα, η κυλίστρα.