κυματούσα

From LSJ

εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

η
(για τη θάλασσα) πολυκύμαντη, ταραγμένη, φουρτουνιασμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + κατάλ. -οῦσα, αρχικά της θηλ. μτχ. ενεστ. τών περισπώμενων ρ. (πρβλ. γλυκο-φιλ-ούσα), η οποία εξελίχθηκε σε παραγωγική (πρβλ. χρυσο-μαλλ-ούσα)].