κυμβοπώγων

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek Monolingual

ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών της οικογένειας αγρωστώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cymbopogon < cymbo- (< λατ. cymba < κύμβη) + -pogon (< νεολατ. pogon < πώγων)].