κυριοκλησίαι
From LSJ
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
Greek Monolingual
κυριοκλησίαι, αἱ (Μ)
οι κύριες κλήσεις, οι κύριες ονομασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + κλησία (< -κλητος < καλῶ), πρβλ. ψευδοκλησία].