κυριοκλησίαι

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source

Greek Monolingual

κυριοκλησίαι, αἱ (Μ)
οι κύριες κλήσεις, οι κύριες ονομασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + κλησία (< -κλητος < καλῶ), πρβλ. ψευδοκλησία].