ψευδοκλησία
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
German (Pape)
[Seite 1394] ἡ, u. ψευδόκλησις, ἡ, = ψευδοκλητεία; B. A. 317; Harpocr.
Greek Monolingual
και ψευδόκλησις, -ήσεως, ἡ, Α
ψευδοκλητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + κλήσις + κατάλ. -ία].