κωβίων

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source

German (Pape)

[Seite 1540] ωνος, ὁ, = κωβιός, Alexis bei Ath. VI, 242 d, l. d.

Greek Monolingual

κωβίων, -ωνος, ὁ (Α)
ο κωβιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. του κωβιός.