κωδικοποιώ

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

1. απαρτίζω κώδικα, συγκεντρώνω σε ένα σώμα και κατατάσσω συστηματικά νόμους, αρχές ή οδηγίες
2. γράφω με κώδικα ή εγγράφω σε κώδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶδιξ, -ικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτσο].