κωλάντερο

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

το
το τελευταίο μέρος του παχέος εντέρου, το απευθυσμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + άντερο].