κωλοσέρνω

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek Monolingual

κωλοσέρνω και κωλοσύρνω)
σέρνω πίσω μου, σέρνω στο έδαφος
νεοελλ.
μέσ. κωλοσέρνομαι
μετατοπίζομαι ή μετακινούμαι με δυσκολία («κωλοσέρνεται ο φουκαράς»).