κωλοσέρνω

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek Monolingual

κωλοσέρνω και κωλοσύρνω)
σέρνω πίσω μου, σέρνω στο έδαφος
νεοελλ.
μέσ. κωλοσέρνομαι
μετατοπίζομαι ή μετακινούμαι με δυσκολία («κωλοσέρνεται ο φουκαράς»).